- προμήκης
- -όμηκες, ΝΑνεοελλ.φρ. α) «προμήκης μυελός» — τμήμα τού εγκεφαλικού στελέχους που αποτελεί συνέχεια τού άνω άκρου τού νωτιαίου μυελού, περνά από το ινιακό τρήμα και καταλήγει ενούμενο με τη γέφυρα και το οποίο αποτελείται από φαιά ουσία [κυτταρικά σώματα τών νευρώνων] και λευκή ουσία [νευρικές ίνες]β) «προμήκης δόνηση» — δόνηση τού αέρα κατά την οποία η κύμανση, καθώς προχωρεί, παράγει τον ήχοαρχ.αυτός που εκτείνεται προς τα εμπρός («προμήκης ἡ τῶν ὄφεων φύσις», Αριστοτ.)2. (για γλώσσα) αυτή που προεξέχει3. προσωνυμία τού Περικλή επειδή είχε μακρουλό κεφάλι («προμήκη δὴ τὴν κεφαλήν καὶ ἀσύμμετρον», Πλούτ.)4. επιμήκης, μακρουλός5. (για ορθογώνιο τρίγωνο) αυτό που έχει τις πλευρές οι οποίες περιλαμβάνουν την ορθή γωνία άνισες («τοῑν δὴ δυοῑν τριγώνοιν τὸ μὲν ἰσοσκελὲς μίαν εἴληχε φύσιν, τὸ δὲ πρόμηκες ἀπεράντους», Πλάτ.)6. (για αριθμό) αυτός που προέρχεται από δύο άνισους παράγοντες, π.χ. 8 = 2x47. (για στερεό σχήμα) αυτός που, από τις τρεις διαστάσεις του, έχει το πολύ τις δύο ίσες.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. επι-μήκης].
Dictionary of Greek. 2013.